- Χελώνην
- Χελώνηlipfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χελώνην — χελώνη lip fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHRYSE — I. CHRYSE Insul. vide supra Aurae Insula. Sed et χρυσῆ γῆ et χρυσῆ χώρα vocata olim Σουφεὶρ et Σώφειρα, regio Indiae, quod aurum inde afferretur, de qua vide Salmal. ad Solin. p. 1084. ut et in voce Ophir. II. CHRYSE Sinus Eoi maris, Ptol. Itein… … Hofmann J. Lexicon universale
AUREA Testudo — apud Auctorem Peripli, Rubri maris occurrit, in hisce eius verbis: Κατ᾿ αὐτὸν δὲ τὸν ποταμὸν νῆσός ἐςτιν Ω᾿κεάνιος ἐχάτη τῶ πρὰς ἀνατολτὴ μερῶν τῆς οἰκουμένης ὑπ᾿ αὐτὸν ἀνέχοντα τὸν ἥλιον κλειο μένη χρυσην̑ ἔχουσα χελώνην, Iuxta ipsum vero… … Hofmann J. Lexicon universale
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek